ἀσωτίας, τὰς
Ερμηνεία:
[ἀσωτία, ἡ (η αδυναμία κάποιου να σωθεί, η απερίσκεπτη σπατάλη του χρήματος, το να διάγει κάποιος έκλυτο βίο.
Ετυμολογία:
[<ἄ σωτος < α- (στερητ.) + -σωτός (ρηματικό επίθετο) < σώζω < (Όμηρ.) σαόω, σώω. Κ.Δ. Επιστ. Παύλου προς Εφεσ., Τίτο, α΄επιστ. Πέτρου]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|